- διανοίγω
- διάνοιξα, διανοίχτηκα, διανοιγμένος, δημιουργώ πέρασμα: Διάνοιξαν καινούρια μεγάλη σήραγγα, για το πέρασμα του τρένου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διανοίγω — διανοίγω, διάνοιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διανοίγω — (AM διανοίγω) 1. δημιουργώ άνοιγμα 2. ανοίγω λίγο, μόλις ανοίγω, ανοίγω κάτι διαχωρίζοντάς το αρχ. μσν. ερμηνεύω, αναπτύσσω, εξηγώ αρχ. 1. ανατέμνω νεκρό σώμα 2. κατανοώ πλήρως … Dictionary of Greek
διανοίγῃ — διανοίγω lay open pres subj mp 2nd sg διανοίγω lay open pres ind mp 2nd sg διανοίγω lay open pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοίξουσι — διανοίγω lay open aor subj act 3rd pl (epic) διανοίγω lay open fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διανοίγω lay open fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοίξουσιν — διανοίγω lay open aor subj act 3rd pl (epic) διανοίγω lay open fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διανοίγω lay open fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοίξω — διανοίγω lay open aor subj act 1st sg διανοίγω lay open fut ind act 1st sg διανοίγω lay open aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεῳγμένον — διανοίγω lay open perf part mp masc acc sg διανοίγω lay open perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεῳγότα — διανοίγω lay open perf part act neut nom/voc/acc pl διανοίγω lay open perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοιγομένων — διανοίγω lay open pres part mp fem gen pl διανοίγω lay open pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοιγέντα — διανοίγω lay open aor part pass neut nom/voc/acc pl διανοίγω lay open aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)